11.7.09

Αναπνέεις δεν αναπνέεις

Tο σώμα μου εγκλωβίζει τη θέρμη του δικού σου.

Το σώμα σου πασχίζει,

έμβρυο που κυοφορεί, να φυτέψει μες στην ομορφιά μου,

να γονιμοποιηθεί.

Το σπέρμα σου να ξεχυθεί άφθονο.

Μετά απο τέτοια έξαψη, τέτοια λαχτάρα, τόση προσμονή,

λυτρώνεσαι απο τους μεγάλους πόνους

και γω απομένω σαστισμένος στον ήχο μιας λεωφόρου λιγότερο όμορφος,

πιο γερασμένος,

πιο φαντασμένος,

σαν δέντρο που καμαρώνει για τα ξερά κλαδιά του,

ξιπασμένος

και ειρωνικός.