Τα πρωινά σε έπλεναν στη λίμνη.
Τα νερά πάντα επιμελώς ταραγμένα, δεν επέτρεπαν τον αντικατοπτρισμό σου.
Ξέχασες με τον καιρό πως ήσουν και πως έμοιαζες.
Άρπαζες το φαΐ απο το χέρι τους λυσσασμένα.
Αλύχταγες πάνω απο το χώμα.
Τα χέρια τους άγγιζαν κάθε λεπτομέρεια του κορμιού σου.
Έτσι δεμένος όπως ήσουν απο τον κορμό του πιο μεγάλου δένδρου,
τα πόδια σου μόλις που έφταναν μεχρι την άκρη του νερού.
Η φωνή σου πια έγινε μια άναρθρη κραυγή που φτάνει ακέραιη μέχρι τα πρώτα φύλλα του δένδρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου